καταλλάκτης
From LSJ
θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.
English (LSJ)
ου, ὁ, A money-changer, EM137.24. II reconciler, mediator, J.AJ3.15.2, D.C.Fr.72.1 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
καταλλάκτης: -ου, ὁ, ἀργυραμοιβός, κολλυβιστὴς Γραμμ., Βυζαντ. (ἀργυρογνώμων) Μ. Ἐτυμ. ΙΙ. ὁ ἐνεργῶν πρὸς διαλλαγήν, μεσίτης, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 15, 2.
Greek Monolingual
καταλλάκτης, ὁ (AM) καταλλάσσω
1. ο αργυραμοιβός, ο τραπεζίτης
2. ο μεσολαβητής, αυτός που μεσιτεύει για συνδιαλλαγή.
German (Pape)
ὁ,
1 der Ausgleicher, Vermittler, Friedensstifter, Jos. und andere Spätere
2 der Geldwechsler, Vetera Lexica als Erkl. von ἀργυρογνώμων und ä.