συμπολιορκέω

From LSJ
Revision as of 14:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπολιορκέω Medium diacritics: συμπολιορκέω Low diacritics: συμπολιορκέω Capitals: ΣΥΜΠΟΛΙΟΡΚΕΩ
Transliteration A: sympoliorkéō Transliteration B: sympoliorkeō Transliteration C: sympoliorkeo Beta Code: sumpoliorke/w

English (LSJ)

join in besieging, besiege jointly, Hdt.1.161, IG12.108.40 (prob.), Th.8.15, D.23.131, IG22.666.14, etc.:—Pass., Th.3.20,68, Plb.2.7.8.

German (Pape)

[Seite 989] mit od. zugleich belagern; Her. 1, 161; Thuc. 3, 20. 8, 15; χωρία, Dem. 23, 131.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
assiéger ensemble.
Étymologie: σύν, πολιορκέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-πολιορκέω, Att. ξυμπολιορκέω samen of mede belegeren; met dat. met iem.. Thuc. 8.15.2.

Russian (Dvoretsky)

συμπολιορκέω: совместно вести осаду, вместе осаждать Her., Thuc., Dem.

Greek Monotonic

συμπολιορκέω: μέλ. -ήσω, συμμετέχω σε πολιορκία, πολιορκώ από κοινού, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

συμπολιορκέω: ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος πολιορκῶ, Ἡρόδ. 1. 161, Θουκ. 3. 20, Δημ., κλπ. ― Παθ., οἱ συμπολιορκούμενοι Πολύβ. 2. 7, 8.

Middle Liddell

fut. ήσω
to join in besieging, to besiege jointly, Hdt., Thuc., etc.