ὀμβροφόρος
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
ον, rain-bringing, ἄνεμοι A.Supp.35(anap.); παρθένοι (of the clouds) Ar.Nu.299; βρονταί Id.Av.1750; κορῶναι Luc. JTr.31.
German (Pape)
[Seite 330] Regen bringend; ἄνεμοι, Aesch. Suppl. 35; παρθένοι, heißen die Wolken, Ar. Nub. 298; βρονταί, Av. 1750.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui apporte la pluie.
Étymologie: ὄμβρος, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
ὀμβροφόρος: приносящий дождь, дождевой (ἄνεμοι Aesch.; νεφέλαι Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀμβροφόρος: -ον, ὁ φέρων βροχήν, Λατιν. imbrifer, ἄνεμοι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 36· νεφέλαι, βρονταὶ Ἀριστοφ. Νεφ. 299, Ὄρν. 1751.
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ ὀμβροφόρος, -ον)
(συν. για νέφος και άνεμο) αυτός που φέρνει, που προκαλεί βροχή («βροντῇ στεροπῇ τ' ὀμβροφόροισιν τ' ἀνέμοις», Αισχύλ.)
αρχ.
φρ. «ὀμβροφόροι παρθένοι» — οι νεφέλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + -φόρος].
Greek Monotonic
ὀμβροφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρνει βροχή, Λατ. imbrifer, σε Αισχύλ., Αριστοφ.
Middle Liddell
ὀμβρο-φόρος, ον, φέρω
rain-bringing, Lat. imbrifer, Aesch., Ar.