συνήκοος

From LSJ
Revision as of 14:25, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνήκοος Medium diacritics: συνήκοος Low diacritics: συνήκοος Capitals: ΣΥΝΗΚΟΟΣ
Transliteration A: synḗkoos Transliteration B: synēkoos Transliteration C: synikoos Beta Code: sunh/koos

English (LSJ)

ον, (ἀκοή) hearing together, οἱ σ. τῶν λόγων Pl.Lg.711e; τῷ κορυφαίῳ σ. as able to hear as the first, Plu.2.678e.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
1 qui entend ou écoute avec, gén.;
2 qui prête l'oreille à, qui obéit à, τινι.
Étymologie: ἀκούω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνήκοος -οον [συνακούω] die ook hoort, die mede hoort, met gen. iets.

German (Pape)

mithörend; τῶν λόγων, Plat. Legg. IV.711e; τῷ κορυφαίῳ, im Stande den Chorführer mitzuhören, Plut. Symp. 5.5.1, und öfter.

Russian (Dvoretsky)

συνήκοος:
1 вместе слушающий или слышащий (τῶν λόγων Plat.);
2 вместе повинующийся (τινι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συνήκοος: -ον, (ἀκοὴ) ὁ ὁμοῦ ἀκούων, οἱ συν. τῶν λόγων Πλάτ. Νόμ. 711Ε. τῷ κορυφαίῳ σ., ἱκανὸς νὰ ἀκούσῃ ὅσον καὶ ὁ κορυφαῖος, Πλούτ. 2. 678D. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 276.

Greek Monolingual

και συνάκοος, -ον, Α
1. αυτός που ακούει κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
2. αυτός που μπορεί να ακούει ομοίως με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ηκοος (< ἀκούω), πρβλ. κατ-ήκοος, ὑπ-ήκοος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].