προσεπιδείκνυμι
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
or προσεπιδεικνύω, exhibit, demonstrate besides, Plb.4.82.5, Phld.Sign.36, Ptol.Geog.1.2.5, D.C. 54.14; ὡς . . S.E.M.1.55.
German (Pape)
[Seite 760] (s. δείκνυμι), noch dazu aufzeigen, darthun; S. Emp. adv. gramm. 55; D. C. 54, 14. Vgl. προεπιδ.
Russian (Dvoretsky)
προσεπιδείκνῡμι: сверх того показывать Polyb., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
προσεπιδείκνῡμι: ἐπιδεικνύω προσέτι, Πολύβ. 4. 82, 5, Δίων Κ. 54, 14.
Greek Monolingual
και προσεπιδεικνύω ΜΑ
1. επιδεικνύω επιπροσθέτως
2. ερμηνεύω επιπροσθέτως.