ἱστόρημα

From LSJ
Revision as of 18:39, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱστόρημα Medium diacritics: ἱστόρημα Low diacritics: ιστόρημα Capitals: ΙΣΤΟΡΗΜΑ
Transliteration A: histórēma Transliteration B: historēma Transliteration C: istorima Beta Code: i(sto/rhma

English (LSJ)

ατος, τό, narrative, tale, φευκτὸν ἱ. Anacreont.4.9; μυθικὰ ἱ. D.H.2.61, cf. Plu.Per.1: pl., μαθήματα καὶ ἱ. Aristid.Or.46(3).28.

German (Pape)

[Seite 1271] τό, das Angeschau'te, Anacr. 4, 6, ein Bildniß. – Das Erzählte, die Erzählung, D. Hal. 2, 61 u. a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἱστόρημα: ατος τό
1 предмет рассмотрения Anacr.;
2 повесть, рассказ Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἱστόρημα: τό, ὑπόθεσις πρὸς ἐξετάσιν, ἐρώτημα, Ἀνακρεόντ. 4. 9. ΙΙ. διήγησις, διήγημα, Διον. Ἁλ. 2. 61.

Greek Monolingual

το (Α ἱστόρημα) ιστορώ
διήγηση, εξιστόρηση
αρχ.
θέμα για εξέταση.