νεβρίτης

From LSJ
Revision as of 15:25, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεβρίτης Medium diacritics: νεβρίτης Low diacritics: νεβρίτης Capitals: ΝΕΒΡΙΤΗΣ
Transliteration A: nebrítēs Transliteration B: nebritēs Transliteration C: nevritis Beta Code: nebri/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, like a fawnskin, ν. λίθος, a precious stone, Orph.L.748:—also νεβρ-ῖτις, ιδος, ἡ, Plin.HN37.175.

German (Pape)

[Seite 235] ὁ, = νεβρίας, λίθος, ein dem Bacchus heiliger Stein, von seiner Farbe, Plin. H. N. 37, 10. Auch Orph. lith. 19, 1. 7 richtige Leseart für νευρίτης.

Greek (Liddell-Scott)

νεβρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὅμοιος πρὸς νεβρίδα, ν. λίθος, λίθος τις πολύτιμος, Ὀρφ. Λιθ. 742, Πλίν. 37. 64.

Greek Monolingual

νεβρίτης, ὁ (Α)
αυτός που μοιάζει με νεβρίδανεβρίτης λίθος» — πολύτιμος ιερός λίθος του Βάκχου ο οποίος έμοιαζε με δέρμα νεβρού, Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + επίθημα -ίτης, δηλωτικό ονομ. λίθων (πρβλ. κογχίτης, λυχνίτης)].