μαλακαίπους

From LSJ
Revision as of 10:50, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλᾰκαίπους Medium diacritics: μαλακαίπους Low diacritics: μαλακαίπους Capitals: ΜΑΛΑΚΑΙΠΟΥΣ
Transliteration A: malakaípous Transliteration B: malakaipous Transliteration C: malakaipous Beta Code: malakai/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, poet. for μαλακόπους, treading softly, Ὧραι Theoc.15.103 (s.v.l.).

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. αίποδος
aux pieds délicats.
Étymologie: μαλακός, πούς.

German (Pape)

-ποδος, zartfüßig od. sanft einherschreitend, Ὁραι, Theocr. 15.103.

Russian (Dvoretsky)

μαλακαίπους: 2, gen. ποδος с мягкими стопами, тихо ступающий, неслышно подкрадывающийся (Ὧραι Theocr. - v.l. μαλακαὶ πόδες и πόδας).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκαίπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ποιητ. ἀντὶ μαλακόπους, ἔχων μακαλοὺς πόδας, πατῶν ἐλαφρῶς, Ὧραι Θεόκρ. 15. 103.

Greek Monolingual

μαλακαίπους, -ουν (Α)
βλ. μαλακόπους.

Greek Monotonic

μᾰλᾰκαίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ποιητ. αντί μαλακόπους, αυτός που έχει τρυφερά πόδια ή και ελαφρό περπάτημα, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

μᾰλᾰκαί-πους, [poetic for μαλακόπους,]
soft-footed, treading softly, Theocr.