ἀμέλητος

From LSJ
Revision as of 15:20, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμέλητος Medium diacritics: ἀμέλητος Low diacritics: αμέλητος Capitals: ΑΜΕΛΗΤΟΣ
Transliteration A: amélētos Transliteration B: amelētos Transliteration C: amelitos Beta Code: a)me/lhtos

English (LSJ)

ον, not to be cared for, unworthy of care, πόλλ' ἀμέλητα μέλει Thgn.422. Adv. ἀμελητί heedlessly, Luc.Tim.12.

Spanish (DGE)

-ον
que no debería importar καί σφιν πόλλ' ἀμέλητα μέλει les importan muchas cosas que no deberían importarles Thgn.422.

German (Pape)

[Seite 121] warum man sich nicht kümmern soll, Theogn. 422.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont on ne se préoccupe pas.
Étymologie: ἀμελέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμέλητος: -ον, ὅμοιον τῷ ἀμελὴς ΙΙ, περὶ οὗ δὲν φροντίζει τις, ἀνάξιος φροντίδος, πόλλ’ ἀμέλητα μέλει Θέογν. 422. ― Τὸ ἐπίρρ. ἀμελητί, ἐν Λουκ. Τίμ., 12, εἶναι πιθανῶς ἐσφ. γρ. ἀντὶ ἀμελλητί.

Greek Monolingual

ἀμέλητος, -ον (Α)
ο μη άξιος φροντίδας, προσοχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μέλω.

Greek Monotonic

ἀμέλητος: -ον (ἀμελέω), αυτός για τον οποίο δε φροντίζει κάποιος, σε Θέογν.

Middle Liddell

ἀμελέω
not to be cared for, Theogn.