ἰσόσπριος
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English (LSJ)
ον, bean-like; ὄνος ἰ. an insect that rolls itself up like a bean, the wood-louse, S.Fr.363.
German (Pape)
[Seite 1267] einer Bohne gleich, Schol. Ap. Rh. 1, 972, Soph. fr. 334, von dem Wurme, ὄνος, der sich wie eine Bohne zusammenrollt.
Russian (Dvoretsky)
ἰσόσπριος: похожий на боб, бобовидный: ὄνος ἰ. Soph. = ἴουλος.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόσπριος: -ον, ὅμοιος πρὸς ὄσπριον, ὄνος ἰσ., ἔντομον ὅπερ συσπειρᾶται καὶ γίνεται ὅμοιον ὀσπρίῳ, καλούμενον ὡσαύτως ἴουλος, Σοφ. Ἀποσπ. 334, ἴδε Ἡσύχ. ἐν λ. ὄνος ἰσόσπριος.
Greek Monolingual
ἰσόσπριος, -ον (Α)
αυτός που μοιάζει με όσπριο
2. φρ. «ὄνος ἰσόσπριος» — ο ίουλος, είδος εντόμου που συσπειρώνεται και γίνεται σαν όσπριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ὄσπριον.