ἐλεγειακός

From LSJ
Revision as of 15:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλεγειακός Medium diacritics: ἐλεγειακός Low diacritics: ελεγειακός Capitals: ΕΛΕΓΕΙΑΚΟΣ
Transliteration A: elegeiakós Transliteration B: elegeiakos Transliteration C: elegeiakos Beta Code: e)legeiako/s

English (LSJ)

ή, όν, elegiac, πεντάμετρον D.H.Comp.25, cf.Heph.1.5; written in distichs, ἐπίνικον Ath.4.144e, etc.

Spanish (DGE)

-ά, -όν
elegíaco πεντάμετρον D.H.Comp.25.17, στίχος Heph.1.5, ἐπίνικον ἐ. un epinicio compuesto de dísticos elegíacos Ath.144e.

German (Pape)

[Seite 793] elegisch; πεντάμετρον Dion. Hal. de C. V. 25; ἐπινίκιον Ath. IV, 144 e; βιβλία XIII, 597 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλεγειακός: -ή, -όν, εἰς τὸ ἐλεγεῖον ἀνήκων, πεντάμετρον ἐλεγειακὸν Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25: γεγραμμένος ἐν διστίχοις, εἰς ὃν Καλλίμαχος ἐπινίκιον ἐλεγειακὸν ἐποίησε Ἀθήν. 144Ε, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐλεγειακός, -ή, -όν)
1. (για στίχο) αυτός που ανήκει στο ελεγείο από την άποψη του μέτρου («ελεγειακό πεντάμετρο», «πεντάμετρον ἐλεγειακόν», «ελεγειακός στίχος» — ο δακτυλικός πεντάμετρος στίχος — υυ