μουσίζω

From LSJ
Revision as of 14:41, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουσίζω Medium diacritics: μουσίζω Low diacritics: μουσίζω Capitals: ΜΟΥΣΙΖΩ
Transliteration A: mousízō Transliteration B: mousizō Transliteration C: mousizo Beta Code: mousi/zw

English (LSJ)

sing or play, Dor. μουσίσδω Theoc.8.38, 11.81:—Med. in act. sense, ἄχαριν κέλαδον μουσιζόμενος E.Cyc.489 (anap.).

German (Pape)

[Seite 211] dor. μουσίσδω, Theocr. 8, 38, lak. u. äol. μουσίδδω, Hesych., ein Instrument spielen, singen, auch im med., ἄχαριν κέλαδον μουσιζόμενος, Eur. Cycl. 487, ertönen lassen.

Russian (Dvoretsky)

μουσίζω: дор. μουσίσδω тж. med. петь или играть Theocr.: ἄχαριν κέλαδον μουσιζόμενος Eur. (о пьяном Киклопе) горланя свои отвратительные песни.

Greek (Liddell-Scott)

μουσίζω: ᾄδω ἢ παίζω, Δωρ. μουσίσδω, Θεόκρ. 8. 38., 11. 81· Λακων. μουσίδδω, Ἡσύχ.· - Μέσ., ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., ἄχαριν κέλαδον μουσιζόμενος Εὐρ. Κύκλ. 489.

Greek Monolingual

μουσίζω, δωρ. τ. μουσίσδω (Α) [[[μούσα]] (Ι)]
τραγουδώ ή παίζω όργανο.

Greek Monotonic

μουσίζω: Δωρ. Μουσίσδω (μοῦσα), μόνο στον ενεστ., τραγουδώ, ψάλλω, σε Θεόκρ. — Μέσ. με Ενεργ. σημασία, σε Ευρ.

Middle Liddell

μουσίζω, μοῦσα only in pres.]
to sing of, chant, Theocr.:—Mid. in act. sense, Eur.