κλαυστικός

From LSJ
Revision as of 01:47, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλαυστικός Medium diacritics: κλαυστικός Low diacritics: κλαυστικός Capitals: ΚΛΑΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: klaustikós Transliteration B: klaustikos Transliteration C: klafstikos Beta Code: klaustiko/s

English (LSJ)

ή, όν, given to mourning. Adv. -κῶς, ἔχειν Apollon. Lex. s.v. ὀψείοντες.

German (Pape)

[Seite 1446] zum Weinen geneigt, weinerlich, καὶ πενθητικός Schol. Ar. Th. 1056; – κλαυστικῶς ἔχειν, Erkl. von κλαυσείω, Apoll. L. H. v. ὀψείοντες.

Greek (Liddell-Scott)

κλαυστικός: -ή, -όν, ἐπιρρεπῶς ἔχων πρὸς τὸ κλαίειν, «κλαψιάρης», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 1056. Ἐπίρρ. κλαυστικῶς ἔχειν Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λέξ. ὀψείοντες.

Greek Monolingual

κλαυστικός, -ή, -όν (Α) κλαυστός
επιρρεπής στα κλάματα, κλαψιάρης.
επίρρ...
κλαυστικῶς (Α)
φρ. «κλαυστικῶς ἔχω» — επιθυμώ να κλάψω.