ἐπίφλεβος
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ονA, (φλέψ) with prominent veins, Hp.Epid.6.4.19, Arist. HA493a3, etc.
German (Pape)
[Seite 1000] mit hervorstehenden, auf der Oberfläche sichtbaren Adern, Hippocr.; Arist. H. A. 1, 11.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίφλεβος: с выступающими наружу жилами, жилистый Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίφλεβος: -ον, (φλὲψ) ἔχων τὰς φλέβας ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, ἔχων αὐτὰς ἐξεχούσας ὑπεράνω τῆς ἐπιφ., Ἱππ. 1180C, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12.
Greek Monolingual
ἐπίφλεβος, -ον (Α)
αυτός που οι φλέβες του προεξέχουν από την επιφάνεια του δέρματος («ἔσω δ’ ἄλλο μόριον σταφυλοφόρον, κίων ἐπίφλεβος», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φλεψ «φλέβα»].