μεσάγκυλον

From LSJ
Revision as of 14:00, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναι → sorrow is that which hinders motion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσάγκῠλον Medium diacritics: μεσάγκυλον Low diacritics: μεσάγκυλον Capitals: ΜΕΣΑΓΚΥΛΟΝ
Transliteration A: mesánkylon Transliteration B: mesankylon Transliteration C: mesagkylon Beta Code: mesa/gkulon

English (LSJ)

τό, javelin with a thong (ἀγκύλη) for throwing it by, E.Ph.1141, Andr.1133, Men.562.2, Plb.22.3.9.

German (Pape)

[Seite 136] τό, sc. ἀκόντιον, ein Wurfspieß, der den Wurfriemen, ἀγκύλη, in der Mitte hat, VLL.; τόξοισι καὶ μεσαγκύλοις ἐμαρνάμεσθα, Eur. Phoen. 1148; Andr. 1134, vgl. Schol.; Men. fr. inc. 37; Pol. 23, 1; Plut. Philop. 6.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
javelot qu'on lance à l'aide d'une courroie placée au milieu.
Étymologie: μέσος, ἀγκύλη.

Russian (Dvoretsky)

μεσάγκῠλον: τό копье с метательным ремнем Eur., Polyb. etc.

Greek (Liddell-Scott)

μεσάγκῠλον: τό, ἀκόντιον, μετ’ ἀγκύλης (λωρίου), δι’ ἧς ἐξηκοντίζετο, Εὐρ. Φοίν. 1141, Ἀνδρ. 1133, Μέναδρ. ἐν Ἀδήλ. 37, Πολύβ. 23. 1, 9.

Greek Monolingual

μεσάγκυλον, τὸ (Α)
μακρύ ακόντιο τών πελταστών κυρίως, αλλά και τών κυνηγών, με αγκύλη στο μέσο, η οποία βοηθούσε στην εξακόντισή του με μεγαλύτερη δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + ἀγκύλη.

Greek Monotonic

μεσάγκῠλον: τό, ακόντιο με λωρίδα (ἀγκύλη), με την οποία εξακοντιζόταν, σε Ευρ.

Middle Liddell

μεσ-άγκῠλον, ου, τό,
a javelin with a strap (ἀγκύλἠ for throwing it by, Eur.

English (Woodhouse)

spear

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)