περιφλεγής
English (LSJ)
ές, very burning, δίψος Plu.2.699e (Sup.; fort. πυρι-). Adv. -γῶς, διψῆσαι Id.Cat.Ma.1.
German (Pape)
[Seite 599] ές, sehr brennend, δίψος, Plut. Symp. 7, 1, 3. – Adv., Cat. mai. 1.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
au Sp. περιφλεγέστατος, ardent.
Étymologie: περιφλέγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιφλεγής -ές [περί, φλέγω] hevig brandend; adv. περιφλεγῶς brandend, verzengend:. διψήσας περιφλεγῶς omdat hij een verzengende dorst had gekregen Plut. CMa 1.10.
Russian (Dvoretsky)
Greek Monolingual
-ές, Α
με φλόγες από παντού. Επιρρ. περιφλεγῶς
με μεγάλη φλόγα, με μεγάλη δίψα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -φλεγής (< φλέγος < φλέγω), πρβλ. επιφλεγής].
Greek Monotonic
Greek (Liddell-Scott)
περιφλεγής: -ές, σφόδρα φλογερός, δίψος Πλούτ. 2. 699Ε, ἐν τῷ ὑπερθ.˙ περιφλεγῶς διψῆσαι ὁ αὐτ. ἐν Κάτωνι Πρεσβυτ. 1.
Middle Liddell
περιφλεγής, ές
very burning. adv., -γῶς Plut. [from περιφλέγω