περιφλεγής

Revision as of 11:10, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

ές, very burning, δίψος Plu.2.699e (Sup.; fort. πυρι-). Adv. -γῶς, διψῆσαι Id.Cat.Ma.1.

German (Pape)

[Seite 599] ές, sehr brennend, δίψος, Plut. Symp. 7, 1, 3. – Adv., Cat. mai. 1.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
au Sp. περιφλεγέστατος, ardent.
Étymologie: περιφλέγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιφλεγής -ές [περί, φλέγω] hevig brandend; adv. περιφλεγῶς brandend, verzengend:. διψήσας περιφλεγῶς omdat hij een verzengende dorst had gekregen Plut. CMa 1.10.

Russian (Dvoretsky)

περιφλεγής: жгучий (δίψος Plut.).

Greek Monolingual

-ές, Α
με φλόγες από παντού. Επιρρ. περιφλεγῶς
με μεγάλη φλόγα, με μεγάλη δίψα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -φλεγής (< φλέγος < φλέγω), πρβλ. επιφλεγής].

Greek Monotonic

περιφλεγής: -ές, πολύ φλογερός, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

περιφλεγής: -ές, σφόδρα φλογερός, δίψος Πλούτ. 2. 699Ε, ἐν τῷ ὑπερθ.˙ περιφλεγῶς διψῆσαι ὁ αὐτ. ἐν Κάτωνι Πρεσβυτ. 1.

Middle Liddell

περιφλεγής, ές
very burning. adv., -γῶς Plut. [from περιφλέγω