χρέμυς

From LSJ
Revision as of 20:15, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρέμυς Medium diacritics: χρέμυς Low diacritics: χρέμυς Capitals: ΧΡΕΜΥΣ
Transliteration A: chrémys Transliteration B: chremys Transliteration C: chremys Beta Code: xre/mus

English (LSJ)

υος, ὁ, a fish, = ὀνίσκος, Hsch.; cj. for κρέμυς, Arist.Fr. 294:—cf. χρόμις.

German (Pape)

[Seite 1370] ὁ, auch κρέμυς, ein Meerfisch mit steinhartem Kopfe, λιθοκέφαλος, Arist. bei Ath. VI, 305 d.

Greek (Liddell-Scott)

χρέμυς: -υος, ὁ, καὶ κρέμυς, ἰχθὺς θαλάσσιος καλούμενος καὶ λιθοκέφαλος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 278· - πρβλ. χρόμις. - Καθ’ Ἡσύχ.: «χρέμυς (ἐν τῷ κειμένῳ χρεμύς)· ὁ ὀνίσκος ἰχθύς».

Greek Monolingual

και κρέμυς, -υος, και χρεμύς, -ύος, ὁ, Α
1. θαλασσινό ψάρι
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὀνίσκος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. χρεμ- της απαθούς βαθμίδας της ρίζας του ρ. χρεμετίζω και αποτελεί είτε αρχ. παρ. με κατάλ. -υς είτε νεώτερο σχηματισμό, κατά τα χέλ-υς, ἐμ-ύς. Πρόκειται για λ. του καθημερινού λεξιλογίου, όπως υποδηλώνει και η εναλλαγή στο αρκτικό συμφωνικό σύμπλεγμα στους τ. χρέμυς και κρέμυς. Το ψάρι ονομάστηκε έτσι λόγω τών ήχων που πιστευόταν ότι εκβάλλει].