ἰδιομήκης

From LSJ
Revision as of 10:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐομήκης Medium diacritics: ἰδιομήκης Low diacritics: ιδιομήκης Capitals: ΙΔΙΟΜΗΚΗΣ
Transliteration A: idiomḗkēs Transliteration B: idiomēkēs Transliteration C: idiomikis Beta Code: i)diomh/khs

English (LSJ)

ες, of their own length, i.e. of the same length each way, of square numbers, Nicom.Ar.2.18.

German (Pape)

[Seite 1236] ες, von eigener Länge; von Zahlen, wie 4 = 2. 2, Nicom. arithm. 2, 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιομήκης: -ες, ἐπὶ ἀριθμῶν διπλασιαζομένων, «οἱ τετράγωνοι ὡς γινόμενοι ὑπό τινων ἀριθμῶν μηκυνθέντων τῷ ἰδίῳ μήκει, ταὐτὸν ἔχοντες τὸ πλάτος τῷ μήκει, ἰδιομήκεις ἂν καὶ ταυτομήκεις λέγοιντο, ὡς δὶς δύο» Νικομ. Ἀριθμ. 2. 59.

Greek Monolingual

ἰδιομήκης, -ες (Α) αυτός που έχει τις διαστάσεις του ίσες («ιδιομήκης αριθμός» — ο αριθμός που είναι τέλειο τετράγωνο ενός ακέραιου αριθμού).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -μήκης (< μήκος), πρβλ. επιμήκης, ισομήκης].