πεζοβόας
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
English (LSJ)
α, Dor. for -βόης, ὁ, one who responds to the battle-cry on foot, foot-soldier, Pi.N.9.34.
German (Pape)
[Seite 542] dor. statt -βόης, ὁ, Fußschreier, d. i., Fußkämpfer, Streiter zu Fuße, Pind. N. 9, 34.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui combat à pied.
Étymologie: πεζός, βοή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεζοβόας -ου, ὁ [πεζός, βοή] Dor. voetsoldaat.
Russian (Dvoretsky)
πεζοβόας: ου ὁ дор. = * πεζοβόης.
English (Slater)
πεζοβόας footsoldier Χρομίῳ κεν ὑπασπίζων παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ' ἐν μάχαις (N. 9.34)
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. στρατιώτης που εκθάλλει πολεμική ιαχή πεζός
2. (κατ' επέκτ.) πεζός στρατιώτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -βόας (< βοῶ), πρβλ. μεγαλοβόας].
Greek Monotonic
πεζοβόας: Δωρ. αντί -βόης, -ου, ὁ (βοάω), αυτός που κραυγάζει στη μάχη πεζός, πεζός στρατιώτης, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
πεζοβόας: Δωρ. ἀντὶ -βόης, ου, ὁ, ὁ ἐκβάλλων τὴν πολεμικὴν κραυγὴν πεζός, πεζὸς στρατιώτης, Χρωμίῳ κεν ὑπασπίζων παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ’ ἐν μάχαις ἔκρινας ἂν κίνδυνον ὀξείας ἀϋτᾶς, «τῷ Χρωμίῳ συμπαρὼν ἂν ἔν τε πεζομαχίᾳ καὶ ἱππομαχίᾳ καὶ ναυμαχίᾳ ἔκρινας οἷός τις ὁ κίνδυνος ὁ τῶν πολέμων» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 9. 81.
Middle Liddell
πεζο-βόας, δοριξ φορ -βόης, ου, ὁ, βοάω
one who shouts the battle-cry on foot, a foot-soldier, Pind.