ἀναξιόπιστος

From LSJ
Revision as of 10:43, 8 April 2023 by Spiros (talk | contribs)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναξιόπιστος Medium diacritics: ἀναξιόπιστος Low diacritics: αναξιόπιστος Capitals: ΑΝΑΞΙΟΠΙΣΤΟΣ
Transliteration A: anaxiópistos Transliteration B: anaxiopistos Transliteration C: anaksiopistos Beta Code: a)nacio/pistos

English (LSJ)

ον, unworthy of credit, Eudem. ap. Simp. in Ph.115.35, Alex.Aphr. in Metaph.317.15.

Spanish (DGE)

-ον
que no merece crédito λόγοι Eudem. en Simp.in Ph.115.25, οἱ τεχνίται ἀναξιοπιστότεροι Alex.Aphr.in Metaph.317.15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναξιόπιστος: -ον, ἀνάξιος πίστεως, Φώτ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀναξιόπιστος, -ον)
αυτός που δεν αξίζει να γίνει πιστευτός
νεοελλ.
αυτός που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη για συναλλαγές, ο μη φερέγγυος, αφερέγγυος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + ἀξιόπιστος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναξιοπιστία].

Translations

untrustworthy

Bulgarian: ненадежден; Czech: nedůvěryhodný; Dutch: onbetrouwbaar; Esperanto: malfidinda; Galician: falso; German: unzuverlässig; Greek: αναξιόπιστος; Ancient Greek: ἀναξιόπιστος, ἀπίθανος, ἄπιστος, δολερός, δολόεις, δολῶπις, παλίμβολος; Hungarian: megbízhatatlan; Latin: infidus, levifidus; Macedonian: недоверлив, неверодостоен; Maori: ngutu tere; Romanian: îndoielnic, nesigur; Russian: ненадёжный, не заслуживающий доверия; Swedish: opålitlig; Telugu: అవిశ్వసనీయము, నమ్మదగని; Tocharian B: empakwatte