μελανόφθαλμος
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
English (LSJ)
ον, black-eyed, Hp.Epid.1.19, Arist.GA779a35, Philostr.Gym.25, Gp.17.2.1.
German (Pape)
[Seite 120] schwarzäugig, Strat. 5 (XII, 5) Schol. Il. 1, 98 u. a. Sp.
Russian (Dvoretsky)
μελᾰνόφθαλμος: черноглазый Arst., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνόφθαλμος: -ον, ὁ μέλανας ἔχων ὀφθαλμούς, μαυρομμάτης, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ Α΄, 955, Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσ. 5. 1. 17.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑM μελανόφθαλμος, -ον)
αυτός που έχει μαύρα μάτια, μαυρομάτης («ἐκλεκτέον μεγαλοφθάλμους, μελανοφθάλμους», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ὀφθαλμός (πρβλ. κοντόφθαλμος)].