ἀναστενάχω
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
English (LSJ)
c. acc. pers., groan aloud over, bemoan, bewail aloud, ib.23.211:—so in Med., 18.315,355.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ᾰχ-]
1 c. ac. de pers. llorar a, lamentarse por τὸν πάντες ἀναστενάχουσιν Il.23.211
•en v. med. mismo sent. Πάτροκλον ἀνεστενάχοντο Il.18.315, 355.
2 abs. suspirar, quejarse ἀναστενάχων ἀπεκώκυεν ἱερὸς ὄρνις Rhian.73.3.
German (Pape)
[Seite 209] laut beseufzen, bejammern, τινά, Il. 23, 211; auch med., 18, 315. 355, wie Sp. Ep.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
gémir sur, acc.;
Moy. ἀναστενάχομαι m. sign.
Étymologie: ἀνά, στενάχω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναστενάχω: тж. med., Eur. = ἀναστενάω 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναστενάχω: μετ᾿ αἰτ. προσώπου, στενάζω διά τινα μεγαλοφώνως, γογγύζω, θρηνῶ μεγαλοφώνως, μετ᾿ αἰτ., Ἰλ. Ψ. 211, οὕτω κατὰ μέσ. τύπον, Σ. 315, 355.
English (Autenrieth)
mid. ipf. ἀνεστενάχοντο: fetch sighs, groan; τινά (bewail), Il. 23.211. (Il.)
Greek Monolingual
ἀναστενάχω (Α)
στενάζω, θρηνώ μεγαλόφωνα για κάτι.
Greek Monotonic
ἀναστενάχω: [ᾰ], με αιτ. προσ., αναστενάζω για κάποιον μεγαλόφωνα, θρηνώ δυνατά, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στη Μέσ., στο ίδ.
Middle Liddell
c. acc. pers. to groan aloud over, bemoan, c. acc., Il.; so in Mid., Il.