ἀνέγρομαι
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
late poet. form for ἀνεγείρομαι, formed from the aor. ἀνηγρόμην, Opp.H.2.204, Q.S.5.610.
Spanish (DGE)
despertarse νυκτὶ δὲ μοῦνον ἀνέγρεται ἠδ' ἀλάληται Opp.H.2.204, νεκρὸς δ' οὔ τι γόοισιν ἀνέγρεται Q.S.5.610, εἰς φῶς πολὺ ... ἀ. Plu.2.764e, cf. 2.75e, Luc.DMar.14.2.
German (Pape)
[Seite 220] erwachen, praes., Opp. Hal. 2, 204; Qu. Sm. 5, 610.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέγρομαι: μεταγεν. ποιητ. τύπος ἀντὶ τοῦ ἀνεγείρομαι. σχηματισθεὶς ἐκ τοῦ ἀορ. ἀνηγρόμην, Ὀππ. Ἁλ. 2. 204, Κόϊντ Σμ. 5. 610.
Greek Monolingual
ἀνέγρομαι (AM)
ανεγείρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + έγρομαι, υστερογενής ενεστώτας του εγείρω].