ἀνισοβαρής

From LSJ
Revision as of 10:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνῐσοβᾰρής Medium diacritics: ἀνισοβαρής Low diacritics: ανισοβαρής Capitals: ΑΝΙΣΟΒΑΡΗΣ
Transliteration A: anisobarḗs Transliteration B: anisobarēs Transliteration C: anisovaris Beta Code: a)nisobarh/s

English (LSJ)

ές, unequal in weight, Simp.in Cael.225.34, Alex. Aphr.in Top.166.24, 173.18.

Spanish (DGE)

-ές
de peso desigual πάντα τὰ ἀνισοβαρῆ Simp.in Cael.224.34, cf. Alex.Aphr.in Top.166.24, 173.17.

Greek Monolingual

-ές (και ανισόβαρος, -η, -ο)
ἀνισοβαρής)
αυτός που δεν ἔχει ἴσο βάρος με κάποιον άλλο
νεοελλ.
ἄδικος, ἄνισος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνισος + -βαρής < βάρος. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία της μαρτυρείται στον κληρικό και διδάσκαλο του Γένους Νικηφόρο Θεοτόκη (1731-1800)].