μονώνυχος

From LSJ
Revision as of 16:54, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονώνῠχος Medium diacritics: μονώνυχος Low diacritics: μονώνυχος Capitals: ΜΟΝΩΝΥΧΟΣ
Transliteration A: monṓnychos Transliteration B: monōnychos Transliteration C: mononychos Beta Code: monw/nuxos

English (LSJ)

ον, = μῶνυξ, Gp.16.1.12: pl. μονώνυχα, τά, of animals, Ph.2.353, Gal.18(1).359.

Greek Monolingual

-η, -ο και μώνυχος, -η, -ο (ΑΜ μονώνυχος, -ον και μώνυχος, -ον, Α και μώνυξ, -υχος, ὁ, ἡ, τὸ, Μ και μονώνυξ, -υχος, ὁ, ἡ)
(για ζώα) αυτός που έχει ένα νύχι ή μια χηλή, μονόχηλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ωνυχος / -ωνυξ (< ὄνυξ, ὄνυχος «νύχι»). Οι τ. μώνυχος / μῶνυξ < μονώνυχος / μονώνυξ με απλολογία. Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].

German (Pape)

μονῶνυξ, Geop.