καθάρευσις
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
εως, ἡ, gloss on ἁγιασμός, Hsch., cf. EM10.38.
German (Pape)
[Seite 1281] ἡ, das Reinsein, Hesych.
Greek Monolingual
καθάρευσις, ἡ (Α) καθαρεύω
(γλώσσα του Ησύχ. στη λ. αγιασμός) αγιότητα, καθαρισμός, αγνότητα.