καθάρευσις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ, Glossaria on ἁγιασμός, Hsch., cf. EM10.38.
German (Pape)
[Seite 1281] ἡ, das Reinsein, Hesych.
Greek Monolingual
καθάρευσις, ἡ (Α) καθαρεύω
(γλώσσα του Ησύχ. στη λ. αγιασμός) αγιότητα, καθαρισμός, αγνότητα.