συνδαίτης

From LSJ
Revision as of 14:47, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδαίτης Medium diacritics: συνδαίτης Low diacritics: συνδαίτης Capitals: ΣΥΝΔΑΙΤΗΣ
Transliteration A: syndaítēs Transliteration B: syndaitēs Transliteration C: syndaitis Beta Code: sundai/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, = συνδαίτωρ, Luc.Ep.Sat.36; fem. voc. σύνδαιτι, Orph.H.55.10.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
commensal, hôte.
Étymologie: σύν, δαίνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνδαίτης -ου, ὁ zie συνδαίτωρ.

Russian (Dvoretsky)

συνδαίτης: ου ὁ Luc. = συνδαίτωρ.

Greek (Liddell-Scott)

συνδαίτης: -ου ὁ. = συνδαίτωρ, Λουκ. Ἐπιστ. Κρον. 36· θηλ. κλητ. σύνδαιτι, Ὀρφ. Ὕμν. 55. 10.

Greek Monolingual

ὁ, και τ. θηλ. στην κλητ. σύνδαιτι Α
ο συνδαιτυμόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -δαίτης (< δαίομαι «τρώγω»), πρβλ. λαιμοδαίτης].

Greek Monotonic

συνδαίτης: -ου, ὁ, = συνδαίτωρ, σε Λουκ.

Middle Liddell

συν-δαίτης, ου, ὁ, = συνδαίτωρ, Luc.]