καταπτώσσω

From LSJ
Revision as of 23:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπτώσσω Medium diacritics: καταπτώσσω Low diacritics: καταπτώσσω Capitals: ΚΑΤΑΠΤΩΣΣΩ
Transliteration A: kataptṓssō Transliteration B: kataptōssō Transliteration C: kataptosso Beta Code: kataptw/ssw

English (LSJ)

= καταπτήσσω, τίπτε καταπτώσσοντες ἀφέστατε; Il. 4.340, al.; of dogs, Gp.19.2.11.

German (Pape)

[Seite 1373] sich niederducken, fürchten, Il. 4, 224. 340. 5, 476; Geop.

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
καταπτήσσω.
Étymologie: κατά, πτώσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πτώσσω wegduiken.

Russian (Dvoretsky)

καταπτώσσω: (только praes.) эп. Hom. - καταπτήσσω.

Greek (Liddell-Scott)

καταπτώσσω: «ζαρώνω», χαμηλώνω, ὡς τὸ καταπτήσσω, τίπτε καταπτώσαντες ἀφέστατε; Ἰλ. Δ. 340, πρβλ. 224· κ. κύνες ὣς ἀμφὶ λέοντα Ε. 254, 476· «καταπτώσει· φοβεῖται, δειλιᾷ, ταπεινοῦται» Ἡσύχ.

English (Autenrieth)

καταπτήσσω (Il.)

Greek Monolingual

καταπτώσσω (AM)
βλ. καταπτήσσω.

Middle Liddell

= καταπτήσσω, Il.]