διάνημα

From LSJ
Revision as of 12:31, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάνημα Medium diacritics: διάνημα Low diacritics: διάνημα Capitals: ΔΙΑΝΗΜΑ
Transliteration A: diánēma Transliteration B: dianēma Transliteration C: dianima Beta Code: dia/nhma

English (LSJ)

ατος, τό, that which is spun, a thread, Pl.Plt.309b.

Spanish (DGE)

-ματος, τό entramado fig., Pl.Plt.309b.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάνημα -ατος, τό [διανήθω] draad.

German (Pape)

τό, das Gespinnst, der Faden, Plat. Polit. 309b.

Russian (Dvoretsky)

διάνημα: ατος τό νέω III] нити, пряжа Plat.

Greek (Liddell-Scott)

διάνημα: τὸ κλωσθέν, κλωστή, νῆμα, Πλάτ. Πολιτ. 309Β.

Greek Monolingual

διάνημα, το (Α) διανέω
1. η κλώση, το κλώσιμο
2. η κλωστή, το νήμα.