ἀντικαταλείπω

From LSJ
Revision as of 17:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντικαταλείπω Medium diacritics: ἀντικαταλείπω Low diacritics: αντικαταλείπω Capitals: ΑΝΤΙΚΑΤΑΛΕΙΠΩ
Transliteration A: antikataleípō Transliteration B: antikataleipō Transliteration C: antikataleipo Beta Code: a)ntikatalei/pw

English (LSJ)

leave in one's stead, Pl.R.540b, Pyth.Sim.36.

Spanish (DGE)

dejar en su lugar φύλακας Pl.R.540b, cf. Pythag.Sim.36 (p.502), Origenes Or.29.15.

German (Pape)

[Seite 252] in eines andern Stelle hinterlassen, Plat. Rep. VII, 540 b.

French (Bailly abrégé)

laisser contre ou à la place de.
Étymologie: ἀντί, καταλείπω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντικαταλείπω: оставлять вместо (кого-л.) (τῆς πόλεως φύλακας Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικαταλείπω: καταλείπω τινὰ εἰς τὴν θέσιν ἄλλου, Πλάτ. Πολ. 540Β.

Greek Monolingual

ἀντικαταλείπω (Α)
αφήνω κάποιον στη θέση άλλου.

Greek Monotonic

ἀντικαταλείπω: μέλ. -ψω, καταλείπω κάποιον στη θέση άλλου, σε Πλάτ.

Middle Liddell

to leave in one's stead, Plat.