νεαγενής
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
f.l. for νεογενής in E.IA1623 (unless scanned as trisyll.).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
dor. c. νεηγενής.
German (Pape)
[ᾱ], ές, s. das ion. νεηγενής.
Russian (Dvoretsky)
νεᾱγενής: дор. = νεογενής.
Greek (Liddell-Scott)
νεᾱγενής: ἡμαρτημένη γραφὴ ἀντὶ τοῦ νεογενής, ἐν Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 1623.