λέχρις

From LSJ
Revision as of 11:40, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέχρῐς Medium diacritics: λέχρις Low diacritics: λέχρις Capitals: ΛΕΧΡΙΣ
Transliteration A: léchris Transliteration B: lechris Transliteration C: lechris Beta Code: le/xris

English (LSJ)

Adv. crosswise, λ. τέμνων ἄπο μήδεα πατρός Antim.35, cf. A.R.1.1235, 3.238, 1160.

German (Pape)

[Seite 36] auf die Seite gelegt (λέγω, vgl. liquus, obliquus), in die Queere, schräg, λ. ἐπιχριμφθείς, Ap. Rh. 1, 1235. 3, 238.

French (Bailly abrégé)

adv.
de côté, obliquement.
Étymologie: R. Λεχ, être oblique ; cf. λοξός.

Greek (Liddell-Scott)

λέχρῐς: ἐπίρρ. ἐκ πλαγίου, πλαγίως, Λατ. oblique, λέχρις ἐπιχριμφθεὶς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1235., Γ. 238, 1160.

Greek Monolingual

λέχρις (Α)
επίρρ. πλαγίως, λοξάλέχρις τέμνων ἄπο μήδεα πατρός», Αντίμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέχριος «εγκάρσιος», κατά τα επιρρ. ἄχρις, μέχρις].

Greek Monotonic

λέχρῐς: επίρρ., πλαγίως, δίπλα, λοξά, Λατ. oblique.

Middle Liddell

crosswise, Lat. oblique.