πολυφίλητος

From LSJ
Revision as of 11:20, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυφίλητος Medium diacritics: πολυφίλητος Low diacritics: πολυφίλητος Capitals: ΠΟΛΥΦΙΛΗΤΟΣ
Transliteration A: polyphílētos Transliteration B: polyphilētos Transliteration C: polyfilitos Beta Code: polufi/lhtos

English (LSJ)

[ῐ], ον, much-loved, gloss on τριφίλατος, Sch.Theoc.15.86.

German (Pape)

[Seite 676] vielgeliebt, Schol. Theocr. 15, 86, als Erkl. von τριφίλητος.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠφίλητος: -ον, ὁ πολὺ ἀγαπητός, ὁ λίαν πεφιλημένος, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 15. 86.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυφίλητος, -ον, ΝΑ
αυτός που τον αγαπούν πολύ, πολυαγαπημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φιλητός (< φιλώ «αγαπώ»), πρβλ. ευφίλητος].