ἀλκᾶς
From LSJ
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
English (LSJ)
v. ἀλκήεις. ἄλκασμα, τό, in plural, deeds of prowess, S.Ichn. 247.
Russian (Dvoretsky)
ἀλκᾶς: ᾶντος Pind. стяж. = ἀλκήεις.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλκᾶς: ἴδε ἐν λέξ. ἀλκήεις.
Greek Monolingual
ἀλκάς (-ᾱντος), ο (Α)
δωρικός συνηρημένος τύπος αντί ἀλκήεις.
Greek Monotonic
ἀλκᾶς: Δωρ. αντί ἀλκήεις.