μωμοσκόπος
From LSJ
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
English (LSJ)
ον, looking for blemishes in sacrificial victims, Ph.1.320.
Greek (Liddell-Scott)
μωμοσκόπος: -ον, ὁ παρατηρῶν πρὸς ἀνεύρεσιν μώμων ἢ ἐλλείψεων ἐν τοῖς πρὸς θυσίαν ὡρισμένοις ζῴοις· καθόλου, ἐπικρίνων, ἐξετάζων κριτικῶς, Φίλων 1. 320, Κλήμ. Ἀλ. 617.
Greek Monolingual
-ο (Α μωμοσκόπος, -ον)
(γενικά) αυτός που αρέσκεται να αναζητά ελαττώματα στους άλλους, φιλόψογος, φιλοκατήγορος
αρχ.
αυτός που εξέταζε τα προοριζόμενα για θυσία ζώα για να δει αν έχουν κανένα ελάττωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῶμος + -σκόπος].
German (Pape)
s. s.v. μωμοσκοπέω.