τράγινος

From LSJ
Revision as of 16:40, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τράγῐνος Medium diacritics: τράγινος Low diacritics: τράγινος Capitals: ΤΡΑΓΙΝΟΣ
Transliteration A: tráginos Transliteration B: traginos Transliteration C: traginos Beta Code: tra/ginos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, = τράγειος, of a he-goat, κόραι AP9.558 (Eryc.).

German (Pape)

[Seite 1133] vom Bocke, Eryc. 7 (IX, 558).

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de bouc.
Étymologie: τράγος.

Russian (Dvoretsky)

τράγῐνος: (ᾰ) козий (κόραι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τράγῐνος: -η, -ον, ὡς τὸ τράγειος, ὁ ἀνήκων εἰς τράγον, τραγίνας δ’ ὕπνος ἔμυσε κόρας Ἀνθ. Π. 9. 558, 6.

Greek Monolingual

-η, -ον, Α
τραγήσιος, τράγειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθινος)].

Greek Monotonic

τράγῐνος: -η, -ον, όπως το τράγειος, αυτός που ανήκει σε τράγο, σε Ανθ.

Middle Liddell

τράγῐνος, η, ον like τράγειος
of a he-goat, Anth.