ὑπερίστωρ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
ορος, ὁ, ἡ, knowing but too well, c. gen., S.El.850 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1197] ορος, ὁ, ἡ, mehr als zu Viel wissend, nur zu gut wissend, τινός, Soph. El. 840.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
qui sait trop bien, qui ne sait que trop, gén..
Étymologie: ὑπέρ, ἵστωρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερίστωρ: ορος adj. отлично знающий: κἀγὼ τοῦδ᾽ ἴστωρ, ὑ. Soph. я сама это знаю и знаю слишком хорошо.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερίστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ γινώσκων πολὺ καλῶς, μετὰ γεν., Σοφ. Ἠλ. 850.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που γνωρίζει κάτι πολύ καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἴστωρ «αυτός που γνωρίζει καλά, έμπειρος»].
Greek Monotonic
ὑπερίστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, αυτός που γνωρίζει πολύ καλά, με γεν., σε Σοφ.
Middle Liddell
ὑπερ-ίστωρ, ορος, ὁ, ἡ,
knowing too well, c. gen., Soph.