ἰσόπαις
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ὁ, ἡ, like a child, as of a child, ἰσχύς A.Ag.75 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1265] παιδος, einem Knaben gleich, ἰσχύς Aesch. Ag. 75.
French (Bailly abrégé)
παιδος (ὁ, ἡ)
d'enfant (propr. égal à un enfant).
Étymologie: ἴσος, παῖς.
Russian (Dvoretsky)
ἰσόπαις: παιδος adj. равный детскому, т. е. по-детски слабый, детский (ἰσχύς Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόπαις: -δος, ὁ, ἡ, ἰσχὺν ἰσόπαιδα, ἰσχὺν ὁμοίαν τῇ ἰσχύϊ παιδίου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 74.
Greek Monolingual
ἰσόπαις, -δος, ό, ἡ (Α)
όμοιος με παιδί ή με ιδιότητα παιδιού («ἰσχὺν ἰσόπαιδα» — δύναμη όμοια με τη δύναμη παιδιού, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + παῑς].
Greek Monotonic
ἰσόπαις: -δος, ὁ, ἡ, ίσος με παιδί, δηλ. εξίσου αδύνατος, σε Αισχύλ.