πετρορριφής

From LSJ
Revision as of 14:25, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετρορρῐφής Medium diacritics: πετρορριφής Low diacritics: πετρορριφής Capitals: ΠΕΤΡΟΡΡΙΦΗΣ
Transliteration A: petrorriphḗs Transliteration B: petrorriphēs Transliteration C: petrorrifis Beta Code: petrorrifh/s

English (LSJ)

ές, hurled from a rock, π. θανεῖν E.Ion1222.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
précipité du haut d'un rocher.
Étymologie: πέτρος, ῥίπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πετρορριφής -ές [πέτρα, ῥίπτω] van een rots geworpen.

German (Pape)

ές, vom Felsen gestürzt, πετρορριφῆ θανεῖν, Eur. Ion 1222.

Russian (Dvoretsky)

πετρορρῐφής: сброшенный со скалы Eur.

Greek Monolingual

-ές, Α
γκρεμισμένος από βράχο («πετρορριφῆ θανεῖν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -ρριφής (< ῥιφή < ῥίπτω), πρβλ δημο-ρριφής].

Greek Monotonic

πετρορρῐφής: -ές (ῥίπτω), αυτός που ρίχνεται από τους βράχους, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πετρορρῐφής: -ές, ὁ κατὰ κρημνῶν ῥιφθείς, Δελφῶν δ’ ἄνακτες ὥρισαν πετρορριφῆ θανεῖν ἐμὴ δέσποιναν Εὐρ. Ἴων 1222.

Middle Liddell

πετρορ-ρῐφής, ές ῥίπτω
hurled from a rock, Eur.

English (Woodhouse)

hurled from a rock

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)