ποιησείω
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
Desiderat. of ποιέω, desire to do, Hdn.Epim.249.
Greek Monolingual
Α
(εφετ. τ. του ποιῶ) επιθυμώ, θέλω να κάνω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιῶ + εφετική κατάλ. -σείω (πρβλ. πολεμησείω)].