ἄνθειον
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
τό, flower, blossom, dub. in Ar.Ach.869 (Boeot.).
Spanish (DGE)
-ου, τό beoc. flor Ar.Ach.869 (cód.).
German (Pape)
[Seite 231] τό, die Blüthe, böotisch, Ar. Ach. 834.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
fleur.
Étymologie: mot béotien p. ἄνθος.
Russian (Dvoretsky)
ἄνθειον: τό беот. Arph. = ἄνθος I.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνθειον: τό, Βοιωτ. = ἄνθος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 869.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἄνθειον: τό (ἄνθος), λουλούδι, ανθός, σε Αριστοφ.