Ναξιουργής
From LSJ
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
English (LSJ)
ές, of Naxian work, κάνθαρος Ar.Pax143.
Greek (Liddell-Scott)
Ναξιουργής: -ές, (*ἔρω) Ναξίας κατασκευῆς, κάνθαρος Ἀριστοφ. Εἰρ. 143· πρβλ. Λυκιουργής.
Greek Monotonic
Ναξιουργής: -ές (*ἔργω), αυτός που είναι Ναξιακής κατασκευής, σε Αριστοφ.