Ναξιουργής
From LSJ
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
English (LSJ)
Ναξιουργές, of Naxian work, κάνθαρος Ar.Pax143.
Greek (Liddell-Scott)
Ναξιουργής: -ές, (*ἔρω) Ναξίας κατασκευῆς, κάνθαρος Ἀριστοφ. Εἰρ. 143· πρβλ. Λυκιουργής.
Greek Monotonic
Ναξιουργής: -ές (*ἔργω), αυτός που είναι Ναξιακής κατασκευής, σε Αριστοφ.