μονόμετρος

From LSJ
Revision as of 04:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόμετρος Medium diacritics: μονόμετρος Low diacritics: μονόμετρος Capitals: ΜΟΝΟΜΕΤΡΟΣ
Transliteration A: monómetros Transliteration B: monometros Transliteration C: monometros Beta Code: mono/metros

English (LSJ)

ον, composed in one metre, D.H.Comp.26.

German (Pape)

[Seite 204] aus einem Versfuße, od. bei jambischen u. trochäischen Versen aus einem Metrum, d. i. zwei Jamben oder Trochäen bestehend, Gramm. u. Schol.

Greek (Liddell-Scott)

μονόμετρος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ἑνός μόνου μέτρου, δηλ. (ἐν ἰαμβικοῖς, τροχαϊκ. καὶ ἀναπαιστικοῖς στίχοις) ἐκ δύο ποδῶν, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 26.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μονόμετρος, -ον)
νεοελλ.
φυσ. αυτός που μετριέται με έναν μόνο αριθμό, π.χ. η θερμοκρασία, το μήκος, ο χρόνος κ.λπ.
μσν.-αρχ.
(για στίχο) αυτός που αποτελείται από ένα μόνο μέτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + μέτρος (μέτρον.