δημοπράτης
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
[ᾱ], ου, ὁ, auctioneer of public goods, Poll.9.10.
Greek Monolingual
ο (Α δημοπράτης)
αυτός που πουλάει κάτι σε δημοπρασία
αρχ.
αυτός που εκποιεί δημόσια πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -πράτης < πράτης < πιπράσκω «πουλάω»].