ὑπεργέλοιος
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ον, above measure ridiculous, D.19.211.
German (Pape)
[Seite 1193] über die Maaßen lächerlich, Dem. 19, 211.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
par trop ridicule ou risible.
Étymologie: ὑπέρ, γέλοιος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεργέλοιος: необыкновенно смешной, смехотворный (τὸ πρᾶγμα Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεργέλοιος: -ον, ὁ καθ’ ὑπερβολὴν γελοῖος, Δημ. 406 ἐν τέλ.
Greek Monolingual
-ον, Α γελοῑος
τελείως γελοίος.
Greek Monotonic
ὑπεργέλοιος: -ον, υπέρμετρα γελοίος, σε Δημ.
Middle Liddell
ὑπερ-γέλοιος, ον,
above measure ridiculous, Dem.