ἀχρηματία

From LSJ
Revision as of 17:12, 10 February 2023 by Spiros (talk | contribs)

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχρημᾰτία Medium diacritics: ἀχρηματία Low diacritics: αχρηματία Capitals: ΑΧΡΗΜΑΤΙΑ
Transliteration A: achrēmatía Transliteration B: achrēmatia Transliteration C: achrimatia Beta Code: a)xrhmati/a

English (LSJ)

ἡ, want of money, Th.1.11, D.H.7.24, Eus.Mynd.7.

Spanish (DGE)

(ἀχρημᾰτία) -ας, ἡ
• Alolema(s): ἀχρηματίη Eus.Mynd.7
falta de dinero, penuria αἴτιον δ' ἦν οὐχ ἡ ὀλιγανθρωπία τοσοῦτον ὅσον ἡ ἀχρηματία Th.1.11, cf. D.H.7.24, Plu.Fab.2, D.C.73.8.4, Epit.8.26.14, Lib.Decl.1.91, οἱ μάταιοι τῶν ἀνθρώπων τῶν δὲ σπουδαίων ... ἀχρηματίην καταγνῶσι Eus.Mynd.l.c.

German (Pape)

[Seite 419] ἡ, Geldmangel, Armut, Thuc. 1. 4 u. oft bei Sp.; auch ἀχρημασία (?), s. Lob. Phryn. 507.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
manque d'argent.
Étymologie: ἀχρήματος.

Russian (Dvoretsky)

ἀχρημᾰτία:недостаток средств или денег, безденежье, бедность Thuc., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχρηματία: ἡ, ἔλλειψις χρημάτων, Θουκ. 1. 11, Διον. Ἁλ. 7. 24: - Ρῆμα ἀχρηματέω,Τζέτζ.

Greek Monolingual

η (AM ἀχρηματία) αχρήματος
έλλειψη χρημάτων.

Greek Monotonic

ἀχρημᾰτία: ἡ, έλλειψη χρημάτων, σε Θουκ.

Middle Liddell

[from ἀχρήματος
want of money, Thuc.