ἀκαμαντομάχας
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
α, ὁ, unwearied in fight, Id.P.4.171.
Spanish (DGE)
(ἀκᾰμαντομάχᾱς) -ᾱ
• Prosodia: [-μᾰ-]
incansable en la batalla Ζηνὸς υἱοί Pi.P.4.171, cf. Fr.52wf.6.
English (Slater)
ᾰκᾰμαντομᾰχας never weary of battle Ζηνὸς υἱοὶ τρεῖς ἀκαμαντομάχαι (P. 4.171) frag. ἀ]καμαν[τ]ομαχα[ (supp. Lobel.) Πα. 22f. 6.
Greek Monolingual
ἀκαμαντομάχας και ἀκαμαντομάχης, ο (Α)
ο ακάματος, ακούραστος στη μάχη
«ἀκαμαντομάχαι Ζηνὸς υἱοὶ» (Πινδ. Πυθ. 4, 171).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας -αντος + -μάχας < μάχη.
German (Pape)
ἀκαμαντομάχαι Ζηνὸς υἱοί, unermüdlich im Kampfe, Pind. P. 4.171.