ἀναρράπτω
From LSJ
English (LSJ)
lift up by sewing, βλέφαρα Gal. Thras.23.
Spanish (DGE)
medic.
1 coser Hp.Haem.2.
2 levantar por medio de sutura βλέφαρα Gal.5.843.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναρράπτω: μέλλ. -ψω, συρράπτω, καταρράπτω, ἢ ῥάπτω πρὸς τὰ ἄνω, ἀναρράπτειν τὰ βλέφαρα Γαλην. 6. 21, 23.
Greek Monolingual
ἀναρράπτω (AM) ράπτω
(για πληγή) ράβω προς τα επάνω, συνδέω τα άκρα
μσν.
(για τοίχο) επιδιορθώνω, ξαναφτιάχνω.
German (Pape)
an-, zusammenflicken, Plut., l.d.